πρόσφθογγος

From LSJ
Revision as of 11:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσφθογγος Medium diacritics: πρόσφθογγος Low diacritics: πρόσφθογγος Capitals: ΠΡΟΣΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: prósphthongos Transliteration B: prosphthongos Transliteration C: prosfthoggos Beta Code: pro/sfqoggos

English (LSJ)

πρόσφθογγον, addressing, saluting, μῦθοι π. words of salutation, A.Pers.153 (anap.); π. σοι νόστου βοά ib.935 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 786] anredend, begrüßend; προσφθόγγοις μύθοισι προσαυδᾶν Aesch. Pers. 149, vgl. 898.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à adresser la parole ou à saluer.
Étymologie: προσφθέγγομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσφθογγος -ον [προσφθέγγομαι] begroetend.

Russian (Dvoretsky)

πρόσφθογγος: обращающийся с приветствием: μῦθοι πρόσφθογγοι Aesch. слова приветствия; π. σοι νόστου βοά Aesch. возгласы в честь твоего возвращения.

Greek Monolingual

-ον, Α προσφθέγγομαι
αυτός που χρησιμεύει για προσφώνηση, για χαιρετισμό («προσφθόγγοις δὲ χρεὼν αὐτὴν πάντας μύθοισι προσαυδᾱν», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

πρόσφθογγος: -ον, προσφωνητικός, χαιρετιστικός, μῦθοι πρόσφθογγοι, λόγοι χαιρετιστικοί, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσφθογγος: -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς πρόσφθεγξιν, χαιρετισμός, μῦθοι πρ., λόγοι χαιρετιστικοί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 153· βοὰ πρ. σοι νόστου αὐτόθι 935.

Middle Liddell

πρόσ-φθογγος, ον,
addressing, saluting, μῦθοι πρ. words of salutation, Aesch.