διαδότης
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
διαδότου, ὁ, an official, distributor of provisions to the soldiers, οἴνου PRein.56.9 (iv A. D.), PLond.3.1245.3 (iv A. D.), BGU 1025 xvi 15 (iv/v A.D.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ admin. distribuidor, proveedor funcionario encargado del transporte de la annona a las guarniciones militares τοὺς ἀπαιτητὰς ἑλέσθαι καὶ τοὺς διαδότας ἤτοι ἀποδέκτας τῆς ἀννώνης PBeatty Panop.1.265, cf. 357 (III d.C.), PLips.97.12.20, PErl.52.39, 106.65, Wilcken Chr.423.4 (todos IV d.C.), PGrenf.95.3 (VI/VII d.C.), διαδότας οἴνου ἢ κρέως PRein.56.9 (IV d.C.), cf. ODouch 217.2 (IV/V d.C.), δ. ἐλαίου OStras.516 (IV/V d.C.), δ. Σοήνης BGU 1025.2.15 (IV d.C.), δ. Μέμφ(εως) PVindob.Tandem 19.16 (V/VI d.C.).
Greek Monolingual
ο (Α διαδότης)
νεοελλ.
ο διαδοσίας
αρχ.
υπάλληλος επιφορτισμένος να διανέμει στους στρατιώτες είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διαδίδω. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1894 στον Σπ. Μαυρογένη στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Translations
distributor
Arabic: قَاسِم; Bulgarian: разпределител; Catalan: distribuïdor; Dutch: verspreider; Finnish: jakaja, jakelija, levittäjä, luokittelija, lajittelija; German: Verteiler; Greek: διανομέας; Ancient Greek: ἀναπομπός, ἀπονεμητής, διαδότης, διαιρέτης, διανεμητής, διανομεύς, ἐπιδότης, ἐπιδώτης, ἐπιμεριστής, μεριστής, νομεύς, ταμίας, ταμιευτής, ταμίης; Indonesian: pembagi, penyalur, distributor; Kazakh: дистрибьютор; Kyrgyz: дистрибьютор; Latin: divisor; Malay: pengedar; Norwegian: distributør; Polish: dystrybutor, dystrybutorka; Russian: дистрибьютор, распределитель; Spanish: distribuidor; Swahili: msambazaji; Swedish: distributör