διαδότης

From LSJ
Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδότης Medium diacritics: διαδότης Low diacritics: διαδότης Capitals: ΔΙΑΔΟΤΗΣ
Transliteration A: diadótēs Transliteration B: diadotēs Transliteration C: diadotis Beta Code: diado/ths

English (LSJ)

διαδότου, ὁ, an official, distributor of provisions to the soldiers, οἴνου PRein.56.9 (iv A. D.), PLond.3.1245.3 (iv A. D.), BGU 1025 xvi 15 (iv/v A.D.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ admin. distribuidor, proveedor funcionario encargado del transporte de la annona a las guarniciones militares τοὺς ἀπαιτητὰς ἑλέσθαι καὶ τοὺς διαδότας ἤτοι ἀποδέκτας τῆς ἀννώνης PBeatty Panop.1.265, cf. 357 (III d.C.), PLips.97.12.20, PErl.52.39, 106.65, Wilcken Chr.423.4 (todos IV d.C.), PGrenf.95.3 (VI/VII d.C.), διαδότας οἴνου ἢ κρέως PRein.56.9 (IV d.C.), cf. ODouch 217.2 (IV/V d.C.), δ. ἐλαίου OStras.516 (IV/V d.C.), δ. Σοήνης BGU 1025.2.15 (IV d.C.), δ. Μέμφ(εως) PVindob.Tandem 19.16 (V/VI d.C.).

Greek Monolingual

ο (Α διαδότης)
νεοελλ.
ο διαδοσίας
αρχ.
υπάλληλος επιφορτισμένος να διανέμει στους στρατιώτες είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διαδίδω. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1894 στον Σπ. Μαυρογένη στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Translations

distributor

Arabic: قَاسِم‎; Bulgarian: разпределител; Catalan: distribuïdor; Dutch: verspreider; Finnish: jakaja, jakelija, levittäjä, luokittelija, lajittelija; German: Verteiler; Greek: διανομέας; Ancient Greek: ἀναπομπός, ἀπονεμητής, διαδότης, διαιρέτης, διανεμητής, διανομεύς, ἐπιδότης, ἐπιδώτης, ἐπιμεριστής, μεριστής, νομεύς, ταμίας, ταμιευτής, ταμίης; Indonesian: pembagi, penyalur, distributor; Kazakh: дистрибьютор; Kyrgyz: дистрибьютор; Latin: divisor; Malay: pengedar; Norwegian: distributør; Polish: dystrybutor, dystrybutorka; Russian: дистрибьютор, распределитель; Spanish: distribuidor; Swahili: msambazaji; Swedish: distributör