ὑπαφίσταμαι

From LSJ
Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαφίσταμαι Medium diacritics: ὑπαφίσταμαι Low diacritics: υπαφίσταμαι Capitals: ΥΠΑΦΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hypaphístamai Transliteration B: hypaphistamai Transliteration C: ypafistamai Beta Code: u(pafi/stamai

English (LSJ)

step back, withdraw, Antipho4.4.1; μικρὸν ὑπαποστήσομαι Men.Sam.153; ἐξ Ἀθηνέων Thalesap.D.L.1.44; τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις Ael.NA2.25.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ὑπαπέστην, etc.
s'éloigner peu à peu.
Étymologie: ὑπό, ἀφίσταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαφίσταμαι: (aor. 2 ὑπαπέστην) уходить, удаляться (ἐξ Ἀθηνῶν Thales ap. Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαφίσταμαι: Παθ. μετ’ ἀόρ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· - ἀφίσταμαι κατὰ μικρόν, ἀποσύρομαι, Ἀντιφῶν 128. 9· ἐξ Ἀθηνέων Θαλῆς παρὰ Διογ. Λ. 1. 44· τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις Αἰλ. π. Ζ. 2. 25.

Greek Monolingual

Α
αποχωρώ, αποσύρομαι βαθμιαία («πεφεισμένως ἀλλήλοις ὑπαφίστανται τῆς ὁδοῦ», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀφίσταμαι «απομακρύνομαι, αποχωρώ»].

Greek Monotonic

ὑπαφίσταμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., οπισθοχωρώ αργά, αποσύρομαι, σε Αντιφ.

Middle Liddell


Pass., with aor2 and perf. act., to step back slowly, to withdraw, Antipho.