συνδιαβιβάζω
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
English (LSJ)
causal of συνδιαβαίνω, carry through or over together, Pl.Lg.892e, X.HG6.2.10; help to convey across, τὴν στρατιάν Plu.Luc. 4.
German (Pape)
[Seite 1007] mit oder zugleich durch- od. überführen; Plat. Legg. X, 892 e; τὴν στρατιάν, Plut. Lucull. 4.
French (Bailly abrégé)
faire traverser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, διαβιβάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διαβιβάζω mede laten oversteken; helpen om te laten oversteken, met acc.. ὑμᾶς... συνδιαβιβάζειν ἐμπειρίᾳ jullie door mijn ervaring helpen met oversteken Plat. Lg. 892e; Ἀλκέτου δὲ ἐδεήθησαν συνδιαβιβάσαι τούτους (ze stuurden een generaal met 600 man) en verzochten Alcetus om te helpen die te laten oversteken Xen. Hell. 6.2.10.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαβῐβάζω: вместе переправлять, перевозить Xen., Plat.: τὴν στρατιάν τινι συνδιαβιβάσαι Plut. помочь кому-л. переправить армию.
Greek Monolingual
Α
1. μεταφέρω κάποιον ή κάτι διά μέσου μιας περιοχής ή διαπεραιώνω κάποιον ή κάτι στο απέναντι μέρος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
2. βοηθώ στη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων.
Greek Monotonic
συνδιαβιβάζω: μτβ. του συνδιαβαίνω, διαβιβάζω από κοινού απέναντι ή μέσα από, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαβῐβάζω: μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ συνδιαβαίνω, διαβιβάζω ὁμοῦ διὰ μέσου τινὸς ἢ ἀπέναντι, Πλάτ. Νόμ. 892E, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 10.
Middle Liddell
Causal of συνδιαβαίνω
to carry through or over together, Xen.