κυλίσκη

From LSJ
Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλίσκη Medium diacritics: κυλίσκη Low diacritics: κυλίσκη Capitals: ΚΥΛΙΣΚΗ
Transliteration A: kylískē Transliteration B: kyliskē Transliteration C: kyliski Beta Code: kuli/skh

English (LSJ)

ἡ, Dim. of κύλιξ, D.H.2.23, Poll.6.95, 10.66:—hence Dim. κυλίσκιον, τό, Id.6.98, 10.66, cf. Ar.Ach.459 codd. (κοτυλίσκιον Ath.11.479b.)

Greek (Liddell-Scott)

κῠλίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ κύλιξ, Πολυδ. Ϛ΄, 95, Ι΄, 66, Διον. Ἁλ. 2. 23· ― ὅθεν β΄ ὑποκορ. κῠλίσκιον, τό, Πολυδ. Ϛ΄, 98· ἀναγινωσκόμενον ἄλλοτε ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 459, ἔνθα νῦν φέρεται κοτυλίσκιον, πρβλ. Ἀθήν. 419Β.

Greek Monolingual

κυλίσκη, ἡ (Α)
μικρή κύλικα, κυπελλάκι, ποτηράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλ-ιξ + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. στεφανίσκη, χυτρίσκη)].

German (Pape)

ἡ, dim. von κύλιξ, Becher; ὀστράκιναι Dion.Hal. 2.23; Poll. 3.95; l.d. bei Ath. XI.481a. Vgl. κυλίχνη.