νυκτεγερσία

From LSJ
Revision as of 11:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτεγερσία Medium diacritics: νυκτεγερσία Low diacritics: νυκτεγερσία Capitals: ΝΥΚΤΕΓΕΡΣΙΑ
Transliteration A: nyktegersía Transliteration B: nyktegersia Transliteration C: nyktegersia Beta Code: nuktegersi/a

English (LSJ)

ἡ, waking by night, Ph.1.155 (pl.): with reference to Il.10,Str.9.5.18, Ps.-Plu.Vit.Hom.209,Arg. ii E.Rh.; cf. νυκτηγρεσία.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτεγερσία: ἡ, τὸ ἐγείρεσθαι τὴν νύκτα καὶ ποιεῖν τι ἔργον νυκτερινόν, ἀγρυπνία, παννυχίς, Βίος Ὁμ. 209, Φίλων 1. 155.

Greek Monolingual

η (Α νυκτεγερσία και νυκτηγρεσία και νυκτεγρεσία και νυχεγρεσία) νυκτεγερτώ
1. νυκτερινή έγερση προκειμένου να αντιμετωπιστεί ξαφνικός κίνδυνος, νυκτερινός συναγερμός
2. ο νυκτερινός συναγερμός που περιγράφεται στη ραψωδία Κ της Ιλιάδος
3. αγρυπνία κατά τη νύχτα σε επίσημες ημέρες θρησκευτικών εορτών
αρχ.
νυκτερινή φρουρά έξω από σκηνή ή στρατόπεδο ή οικοδόμημα.

German (Pape)

ἡ, das Nachtwachen, nächtliches Treiben; Eur. Rhes. argum.; Plut. Vita Hom.