πλάκινος

From LSJ
Revision as of 11:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰκινος Medium diacritics: πλάκινος Low diacritics: πλάκινος Capitals: ΠΛΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: plákinos Transliteration B: plakinos Transliteration C: plakinos Beta Code: pla/kinos

English (LSJ)

η, ον, made of marble slabs, CIG2846 (Aphrodisias); π. τρίπους a marble tripod, AP6.98 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 624] brettern, hölzern, mit einer Platte versehen, Diod. Zon. 2 (VI, 98), τρίπους.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
formé de plaques de marbre.
Étymologie: πλάξ.

Russian (Dvoretsky)

πλάκῐνος: (ᾰ) снабженный плитой (τρίπους Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πλάκινος: [ᾰ], -η, -ον, (πλὰξ) πεποιημένος ἐκ πλακῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2846· πλ. τρίπους, ἔχων πλάκα ἐπ’ αὐτοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 98.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
ο κατασκευασμένος από μαρμάρινες πλάκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. -ινος
(πρβλ. ξύλινος)].

Greek Monotonic

πλάκινος: [ᾰ], -η, -ον (πλάξ), αυτός που είναι κατασκευασμένος με σανίδες, πλάκινος τρίπους, τρίποδας με σανίδες, με πλάκες πάνω σ' αυτόν, σε Ανθ.

Middle Liddell

πλᾰ́κινος, η, ον πλάξ
made of planks, πλ. τρίπους a tripod with a board on it, Anth.