πλάκινος
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English (LSJ)
η, ον, made of marble slabs, CIG2846 (Aphrodisias); π. τρίπους a marble tripod, AP6.98 (Zon.).
German (Pape)
[Seite 624] brettern, hölzern, mit einer Platte versehen, Diod. Zon. 2 (VI, 98), τρίπους.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
formé de plaques de marbre.
Étymologie: πλάξ.
Russian (Dvoretsky)
πλάκῐνος: (ᾰ) снабженный плитой (τρίπους Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πλάκινος: [ᾰ], -η, -ον, (πλὰξ) πεποιημένος ἐκ πλακῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2846· πλ. τρίπους, ἔχων πλάκα ἐπ’ αὐτοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 98.
Greek Monolingual
-η, -ον, Α
ο κατασκευασμένος από μαρμάρινες πλάκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. -ινος
(πρβλ. ξύλινος)].
Greek Monotonic
πλάκινος: [ᾰ], -η, -ον (πλάξ), αυτός που είναι κατασκευασμένος με σανίδες, πλάκινος τρίπους, τρίποδας με σανίδες, με πλάκες πάνω σ' αυτόν, σε Ανθ.
Middle Liddell
πλᾰ́κινος, η, ον πλάξ
made of planks, πλ. τρίπους a tripod with a board on it, Anth.