χαλκεόφωνος

From LSJ
Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεόφωνος Medium diacritics: χαλκεόφωνος Low diacritics: χαλκεόφωνος Capitals: ΧΑΛΚΕΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: chalkeóphōnos Transliteration B: chalkeophōnos Transliteration C: chalkeofonos Beta Code: xalkeo/fwnos

English (LSJ)

χαλκεόφωνον, with voice of brass, i.e. ringing strong and clear, of Stentor, Il.5.785; of Cerberus, Hes.Th.311.

German (Pape)

[Seite 1330] mit eherner Stimme, mit starker, helltönender Stimme, die, wie auch wir sagen, Metall hat; Il. 5, 785; Hes. Th. 311; ἀοιδή Ep. ad. (IX, 505, 15).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix forte ou retentissante comme l'airain.
Étymologie: χαλκός, φωνή.

Russian (Dvoretsky)

χαλκεόφωνος: медноголосый, т. е. громогласный (Στέντωρ Hom.; Κέρβερος Hes.; ἀοιδή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεόφωνος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν χαλκῆν, δηλ. ἠχηρὰν καὶ εὐκρινῆ, ἐπὶ τοῦ Στέντορος, Ἰλ. Ε. 785· ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Ἡσ. Θεογ. 311· πρβλ. χαλκοβόας.

English (Autenrieth)

with brazen voice, epithet of Stentor, Il. 5.785†.

Greek Monolingual

και χαλκόφωνος, -ον, Α
αυτός που έχει ηχηρή και ευκρινή φωνή («Στέντορι... μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- / χαλκ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. γυναικό-φωνος, κακό-φωνος].

Greek Monotonic

χαλκεόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει φωνή από χαλκό, δηλ. δυνατή και καθαρή, σε Ομήρ. Ιλ., σε Ησίοδ.

Middle Liddell

χαλκεό-φωνος, ον, φωνή
with voice of brass, i. e. strong and clear, Il., Hes.