εἰσπνοή

From LSJ
Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσπνοή Medium diacritics: εἰσπνοή Low diacritics: εισπνοή Capitals: ΕΙΣΠΝΟΗ
Transliteration A: eispnoḗ Transliteration B: eispnoē Transliteration C: eispnoi Beta Code: ei)spnoh/

English (LSJ)

ἡ, inspiration, inhalation, opp. ἐκπνοή, Arist.Resp.471a8, cf. Str.3.5.7; μιᾷ ἐσπνοῇ θνῄσκουσι Aret. SA1.7.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἐσ- Hp.Nat.Puer.12
1 cien. penetración de aire τὸ πνεῦμα ... χωρέον δὲ ψόφον παρέχει, ᾗ τὴν ἐσπνοὴν ποιεῖται Hp.Nat.Puer.12
inspiración op. ἐκπνοήespiración’ ἡ μὲν εἰ. ἐστι ψυχροῦ εἰσαγωγή Arist.Pr.900a37, ἡ μὲν εἰ. ἕλξις, ἡ δ' ἐκπνοὴ ὦσις Arist.Ph.243b12, cf. Iuu.471a8, Hp.Cord.5, Str.3.5.7, Ph.2.318, Plu.2.903e, οὐ μόνον τὴν διὰ τοῦ στόματος (εἰσπνοήν), ἀλλὰ καὶ τὴν διὰ τοῦ δέρματος Gal.5.712, εἰ. ἀβίαστος op. μετὰ βίας Gal.5.234, μιᾷ ἐσπνοῇ θνῄσκουσι ὥνθρωποι Aret.SA 1.7.2, ἡ εἰ. τοῦ κατὰ τὴν ἀέρα πνεύματος Meth.Res.1.35.2.
2 concr. sopladero, bufador abertura en terreno volcánico que expulsa aire caliente, Arist.Mir.832b30.

German (Pape)

[Seite 745] ἡ, das Einathmen, Plut. plac. phil. 4, 22 u. Medic.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
aspiration.
Étymologie: εἰσπνέω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσπνοή: ἡ Arst., Plut. = εἴσπνευσις.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσπνοή: ἡ τὸ εἰσπνεῖν, εἴσπνευσις, ἀναπνοὴ... ταύτης δὲ τὸ μὲν ἐκπνοή ἐστι τὸ δὲ εἰσπνοὴ Ἀριστ. π. Ἀναπν. 2. 3, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 7.

Greek Monolingual

η (AM εἰσπνοή)
εισαγωγή αέρα ή άλλων ουσιών στους πνεύμονες με την αναπνοήεισπνοή οξυγόνου»)
νεοελλ.
η διεύρυνση τών πνευμόνων και του θώρακα κατά την αναπνοή.