ὀνοματοθέτης
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English (LSJ)
ὀνοματοθέτου, ὁ, one who gives a name, namer, v.l. in recc. for νομοθέτης, Pl.Chrm. 175b.
German (Pape)
[Seite 349] ὁ, den Namen beilegend, der Namengeber, der Benennende, Plat. Charm. 175 b, vulg. νομοθέτης, u. Sp., vgl. Lob. Phryn. 668.
Russian (Dvoretsky)
ὀνομᾰτοθέτης: ου ὁ создатель или творец наименований Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομᾰτοθέτης: (οὐχὶ ὀνομαθέτης, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 668), ὁ, ὁ τιθέμενος ἢ δίδων ὄνομα, Πλάτ. Χαρμ. 175Β, πρβλ. Stallb. εἰς Πλάτ. Κρατ. 389D· ― τὸ ῥῆμα ὀνοματοθετέω, Εὐστ. 32. 6, κτλ., προτείνεται ὡς διόρθωσις τοῦ νομοθετῆσαι ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 22, 3· ― ὀνομᾰτοθεσία, ἡ, τὸ νὰ δώσῃ τις ὄνομα, ὀνομασία, Εὑστ. 39. 23· ― ὀνομᾰτοθέσια (ἐξυπακ. ἱερά), τά, = ὀνομαστήρια, Γλωσσ.· ― ὀνομᾰτοθετικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὀνοματοθεσίαν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 60.
Greek Monolingual
ο (Α ὀνοματοθέτης)
αυτός που δίνει όνομα σε κάποιον ή σε κάτι
νεοελλ.
1. ανάδοχος, νονός
2. αυτός που ασχολείται με την επιστημονική ή τεχνική ονοματοθεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. ωροθέτης.