δρέπτω
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
poet. for δρέπω, pluck, Ep.impf. δρέπτον Mosch.2.69:—more freq. in Med., Opp.C.2.38, APl. 4.231 (Anyte), etc.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. δρέπτον Mosch.2.69]
en v. act. y med. coger, recoger, cortar flores, frutos κρόκου θυόεσσαν ἔθειραν Mosch.l.c., μελιχρῆς ἄνθος ὀπώρης Opp.C.2.38, cf. 253, τὸ μέλι AP 10.41.8 (Luc.)
•c. gen. κομάρου τις ὁδοιπόρος ἢ τερεβίνθου δρεπτέσθω AP 9.282.4 (Antip.Thess.), cf. 16.231 (Anyt.)
•fig. Ἤρινναν Μουσῶν ἄνθεα δρεπτομέναν AP 7.13.2 (Leon.), cf. 7.218.7 (Antip.Sid.), Orac.Chald.37.14.
German (Pape)
[Seite 666] p. = δρέπω, Mosch. 2, 69. – Med., Opp. Cyn. 2, 38 Anyte 3 (Plan. 231) u. öfter.
French (Bailly abrégé)
c. δρέπω.
Greek (Liddell-Scott)
δρέπτω: ποιητ. ἀντὶ δρέπω, κόπτω, ἰδίως ὅπως συλλέξω, Ἐπ. παρατ. δρέπτον, Μόσχ. 2. 69· συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ, Ὀππ. Κ. 2. 38, Ἀνθ. Πλαν. 4. 231, κτλ.
Greek Monotonic
δρέπτω: ποιητ. αντί δρέπω, κόβω και μαζεύω, Επικ. παρατ. δρέπτον, σε Μόσχ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ.
Middle Liddell
poet. for δρέπω,]
to pluck, epic imperf. δρέπτον, Mosch.: so in Mid., Anth.