τροχερός

From LSJ
Revision as of 11:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχερός Medium diacritics: τροχερός Low diacritics: τροχερός Capitals: ΤΡΟΧΕΡΟΣ
Transliteration A: trocherós Transliteration B: trocheros Transliteration C: trocheros Beta Code: troxero/s

English (LSJ)

ά, όν, (τροχός) running, tripping, τ. ῥυθμὸς τὰ τετράμετρα Arist.Rh.1409a1; cf. τροχαῖος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
courant, coulant.
Étymologie: τροχός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροχερός -ά -όν [τρόχος] snel bewegend.

German (Pape)

schnell, umlaufend, ῥυθμός, Arist. rhet. 3.8.

Russian (Dvoretsky)

τροχερός: беглый, быстрый (ῥυθμός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

τροχερός: -ά, -όν, (τροχὸς) ὁ τρέχων, τροχάζων, τρ. ῥυθμὸς τὰ τετράμετρα Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· πρβλ. τροχαῖος ΙΙ.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. αυτός που τροχάζει, που τρέχει
2. συνεκδ. γοργός, γρήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφερός)].

Greek Monotonic

τροχερός: -ά, -όν (τροχός), αυτός που τρέχει, ταχύς, σε Αριστ.

Middle Liddell

τροχερός, ή, όν τροχός
running, tripping, Arist.