συνόλλυμι

From LSJ
Revision as of 11:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνόλλῡμι Medium diacritics: συνόλλυμι Low diacritics: συνόλλυμι Capitals: ΣΥΝΟΛΛΥΜΙ
Transliteration A: synóllymi Transliteration B: synollymi Transliteration C: synollymi Beta Code: suno/llumi

English (LSJ)

destroy together, Bion 1.29 (divisim):—Med., perish along with, αὐτῷ γ' οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ E.Hel.104.

German (Pape)

[Seite 1030] (s. ὄλλυμι), mit od. zugleich zu Grunde richten, u. med. mit umkommen, αὐτῷ γ' οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ Eur. Hel. 103, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

détruire de fond en comble;
Moy. συνόλλυμαι périr avec, τινι.
Étymologie: σύν, ὄλλυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνόλλυμι [σύν, ὄλλυμι] med. samen omkomen. Eur. Hel. 104.

Greek Monolingual

ΜA
μέσ. συνόλλυμαι
αφανίζομαι, καταστρέφομαι μαζί με κάποιον
αρχ.
εξολοθρεύω, καταστρέφω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὄλλυμι «αφανίζω, καταστρέφω»].

Greek Monotonic

συνόλλῡμι: καταστρέφω μαζί, σε Βίωνα — Μέσ., αόρ. βʹ -ωλόμην, αφανίζομαι, καταστρέφομαι, χάνομαι από κοινού με, τινι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνόλλῡμι: ὄλλυμι, καταστρέφω ὁμοῦ, ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, συνώλεσεν ἱερὸν εἶδος Βίων 1. 29. ― Μέσ., ὄλλυμαι, καταστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, ὁθούνεκ’ αὐτῷ γ’ οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ Εὐρ. Ἑλ. 104.

Middle Liddell


to destroy together, Bion.:—Mid., aor2 -ωλόμην, to perish along with, τινι Eur.