ὑπόσκοπος

From LSJ
Revision as of 11:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόσκοπος Medium diacritics: ὑπόσκοπος Low diacritics: υπόσκοπος Capitals: ΥΠΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: hypóskopos Transliteration B: hyposkopos Transliteration C: yposkopos Beta Code: u(po/skopos

English (LSJ)

ὑπόσκοπον, looked under, χείρ, of a hand held so as to shade the eyes, A.Fr.339, cf. σκώψ 2.

German (Pape)

[Seite 1232] χείρ, die an die Stirn vor die Augen gehaltene Hand, unter der man in die Ferne späht, Aesch. frg. 68.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόσκοπος: приставленный козырьком ко лбу (χείρ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόσκοπος: -ον, ὁ ὑποκάτω τοῦ ὁποίου βλέπει τις, χεὶρ ὑπ., τεθειμένη οὕτως ὥστε νὰ ἐπισκιάζῃ τοὺς ὀφθαλμούς, «ὑπόσκοπον χέρα· Αἰσχύλος (Ἀποσπ. 330)· ὥσπερ οἱ ἀποσκοποῦντες, οὕτω κελεύει σχηματίσας τὴν χεῖρα, καθάπερ τοὺς Πᾶνας ποιοῦσι» Ἡσύχ. πρβλ. Sil. Ital. 13. 341, καὶ ἴδε ἐν λ. σκώψ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός, κάτω από την σκιά του οποίου βλέπει κάποιος
2. φρ. «ὑπόσκοπος χείρ» — χέρι που είναι τοποθετημένο έτσι ώστε να παρέχει σκιά στους οφθαλμούς και να διευκολύνει την όραση (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. κατά-σκοπος].