ἔπαλπνος

From LSJ
Revision as of 11:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαλπνος Medium diacritics: ἔπαλπνος Low diacritics: έπαλπνος Capitals: ΕΠΑΛΠΝΟΣ
Transliteration A: épalpnos Transliteration B: epalpnos Transliteration C: epalpnos Beta Code: e)/palpnos

English (LSJ)

ἔπαλπνον, (v. ἄλπνιστος) cheerful, happy, Pi.P.8.84 codd.; expld. by ἡδύς, προσηνής, Sch.

German (Pape)

[Seite 898] angenehm, νόστος Pind. P. 8, 88.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
doux, agréable.
Étymologie: ἐπί, *ἄλπνος, ἄλπνιστος.

Russian (Dvoretsky)

ἔπαλπνος: сладостный, приятный (νόστος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαλπνος: -ον, (ἴδε ἄλπνιστος), ἡδύς, προσηνής, τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη, «οἵστισι (τοῖς ἡττηθεῖσιν) ἐκ τῆς Πυθίας ἡ ἀνακομιδὴ οὔτε ἡδεῖα οὔτε προσηνὴς ἐγένετο» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 8. 120.

English (Slater)

ἔπαλπνος cheerful τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη (ἡδύς, προσηνής. Σ.) (P. 8.84)

Greek Monolingual

ἔπαλπνος, -ον (Α)
γλυκός, προσηνής, ευχάριστος, τερπνόςνόστος... ἔπαλπνος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλπνός (θετ. βαθμός του άλπνιστος «ηδύτατος, πολύ εύχάριτος»), τ. που απαντά μόνο στο ανωτέρω σύνθετο].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: pleasant v. t. (Pi. P. 8, 84, von νόστος).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One derived the word from ἁρπαλέος (s. v.) < *ἀλπαλέος and connected *ἄλπιστος (s. ἄλπνιστος), wich would be an r-n-stem *ἄλπαρ, α῎λπν- as a bahuvrihi with adverbial prefix; improbable. On the stem Schwyzer 484 w. n. 2.

Frisk Etymology German

ἔπαλπνος: {épalpnos}
Meaning: angenehm o. ä. (Pi. P. 8, 84, von νόστος).
Etymology: Zu ἁρπαλέος (s. d.) aus ἀλπαλέος, *ἄλπιστος (s. ἄλπνιστος), wahrscheinlich von einem r-n-Stamm *ἄλπαρ, ἄλπν- als Bahuvrihikompositum mit adverbialem Präfix. Zur Stammbildung noch Schwyzer 484 m. A. 2 und Lit.
Page 1,532