ἑλκοποιός
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
English (LSJ)
ἑλκοποιόν, having power to wound, A.Th.398; cf. ἑλκοποιόν· κανθαρίς, Hsch.
Spanish (DGE)
-όν
que produce heridas, lacerante οὐδ' ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα y no causan heridas los emblemas A.Th.398
•que es dañino de un insecto, Hsch.s.u. ἑλκοποιόν.
German (Pape)
[Seite 798] Wunden machend, οὐδ' ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα, die Wappen (des Schildes) verwunden nicht, Aesch. Spt. 380.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui fait une blessure.
Étymologie: ἕλκος, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκοποιός: ранящий, изъязвляющий (τὰ σήματα, sc. τῶν ὅπλων Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκοποιός: -όν, ἔχων δύναμιν νὰ κάμνῃ ἕλκη, Αἰσχύλ. Θήβ. 398. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑλκοποιόν· κανθαρίς».
Greek Monolingual
ἑλκοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί έλκη, που πληγώνει.
Greek Monotonic
ἑλκοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που έχει τη δύναμη να προξενεί πληγές, σε Αισχύλ.