κατεξανάστασις

From LSJ
Revision as of 11:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεξανάστᾰσις Medium diacritics: κατεξανάστασις Low diacritics: κατεξανάστασις Capitals: ΚΑΤΕΞΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: katexanástasis Transliteration B: katexanastasis Transliteration C: kateksanastasis Beta Code: katecana/stasis

English (LSJ)

-εως, ἡ, rebellion against, resistance to, τινος Longin. 7.3; δόξης καὶ πλούτου Iamb.VP16.69.

German (Pape)

[Seite 1395] ἡ, das Aufstehen wider Einen, die Empörung, Widersetzlichkeit; Longin. de sublim. 7, 3; Iambl. V. P. c. 16 neben καταφρόνησις.

Greek (Liddell-Scott)

κατεξανάστᾰσις: -εως, ἡ, ἡ κατά τινος ἐξέγερσις, ἀντίστασις, Λογγῖν. 7. 3· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, δόξης καὶ πλούτου καταφρόνησίν τε καὶ κ. Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 69 καὶ 188.

Greek Monolingual

κατεξανάστασις, -άσεως, ἡ (Α) κατεξανίσταμαι
1. εκδήλωση αντίστασης ή αντίδρασης εναντίον κάποιου, εξέγερση εναντίον κάποιου, σύγκρουση με κάποιον
2. περιφρόνηση, έλλειψη εκτίμησης ενός πράγματος.