βυσαύχην
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, (βύω) short-necked, Ar.Fr.725 (v.l. for μεσαύχην), Xenarch.1.4.
Spanish (DGE)
(βῡσαύχην) -ενος
de cuello hundido, cuellicorto aplicado a la forma de cierto bulbo o cebolla, Xenarch.1.4, de pers., Ael.Dion.β 20, Paus.Gr.β 25, Poll.2.135, como característica del hombre ἐπιβουλευτικός ‘intrigante’, Suet.Blasph.4.
German (Pape)
[Seite 468] ενος, ὁ, der den Hals zwischen die Schultern steckt, ein Kopfhänger, Xenarch. Ath. II, 62 f; Arist. bei Poll. 2, 135, nach dem Ar. καὶ βυσαύχενας τοὺς ἀσκοὺς κέκληκεν, s. Mein. fr. 213.
Greek Monolingual
βυσαύχην, ο, η (Α)
κοντολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βυσ- (του αορ. έβυσα του ρ. βύω) «κλείνω, αποφράσω, ταπώνω» + αυχήν].
Russian (Dvoretsky)
βῡσαύχην: ενος adj. βύω досл. с втянутой в плечи головой, перен. безголовый (ἀσκός Arph.).