πλαγκτοσύνη
From LSJ
ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)
English (LSJ)
ἡ, poet. for πλάνη, roaming, Od.15.343, Nonn. D. 2.692.
German (Pape)
[Seite 623] ἡ, Herumschweifen, Od. 15, 343.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
course errante.
Étymologie: πλαγκτός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλαγκτοσύνη -ης, ἡ [πλάζω] het rondzwerven.
Russian (Dvoretsky)
πλαγκτοσύνη: (ῠ) ἡ бродячая жизнь, скитания Hom.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ πλαγκτός
(ποιητ. τ.) η περιπλάνηση.
Greek Monotonic
πλαγκτοσύνη: ἡ, ποιητ. αντί πλάνη, περιπλάνηση, περιφορά, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πλαγκτοσύνη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ πλάνη, περιπλάνησις, Ὀδ. Ο. 343, Νόνν. Δ. 2. 692.
Middle Liddell
πλαγκτοσύνη, ἡ, [poetic for πλάνη
roaming, Od.