παρακρεμάννυμι
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
English (LSJ)
hang beside, χεῖρα παρακρεμάσας letting the hand hang down, Il.13.597.
German (Pape)
[Seite 485] (s. κρεμάννυμι), daneben, daran hängen, hangen lassen, χεῖρα παρακρεμάσας, die Hand herabhangen lassend, Il. 13, 597; Pol. 5, 35, 10 nennt μέρη παρακρεμάμενα καὶ μακρὰν ἀπεσπασμένα τῆς βασιλείας, gleichsam Anhängsel, entferntere Theile.
French (Bailly abrégé)
ao. part. παρακρεμάσας;
laisser pendre auprès de ou à côté.
Étymologie: παρά, κρεμάννυμι.
Greek Monolingual
Α
κρεμώ προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κρεμάννυμι «κρεμώ»].
Greek Monotonic
παρακρεμάννυμι: μέλ. -κρεμάσω, κρεμώ προς τα κάτω, χεῖρα παρακρεμάσας, κρεμώ το χέρι προς τα κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-κρεμάννυμι laten hangen langs. med.-pass. hangen naast.
Russian (Dvoretsky)
παρακρεμάννῡμι: привешивать сбоку, свешивать вниз: χεῖρα παρακρεμάσας Hom. (бессильно) свесив руку.
Middle Liddell
fut. -κρεμάσω
to hang beside, χεῖρα παρακρεμάσας letting the hand hang down, Il.