Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γυιοβαρής

From LSJ
Revision as of 11:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιοβαρής Medium diacritics: γυιοβαρής Low diacritics: γυιοβαρής Capitals: ΓΥΙΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: gyiobarḗs Transliteration B: guiobarēs Transliteration C: gyiovaris Beta Code: guiobarh/s

English (LSJ)

γυιοβαρές, weighing down the limbs, παλαίσματα, κάματος, A. Ag.63 (lyr.), AP10.12.

Spanish (DGE)

(γυιοβᾰρής) -ές
que hace pesados los miembros πολλὰ παλαίσματα A.A.63, κάματος AP 10.12, Διόνυσος Tz.PH 718.

German (Pape)

[Seite 508] ές, Glieder beschwerend, παλαίσματα Aesch. Ag. 61; κάματος Ep. ad. (X, 12).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui alourdit les membres.
Étymologie: γυῖον, βάρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυιοβαρής -ές [γυῖον, βάρος] die de ledematen zwaar maakt.

Russian (Dvoretsky)

γυιοβᾰρής: отягощающий члены, т. е. утомительный, изнурительный (παλαίσματα Aesch.; κάματος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

γυιοβᾰρής: -ές, ὁ τὰ μέλη καταβαρύνων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 63, Ἀνθ. Π. 10. 12.

Greek Monolingual

γυιοβαρής, -ές (Α)
αυτός που βαραίνει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -βαρής < βάρος (πρβλ. οινοβαρής, χαλκοβαρής)].

Greek Monotonic

γυιοβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που βαραίνει τα μέλη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

γυῖον, βαρύς
weighing down the limbs, Aesch.