ἀφρήτωρ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ὁ, Ion. for ἀφράτωρ, without brotherhood (φρήτρη), i.e. bound by no socialtie, Il.9.63.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ, ἡ
• Alolema(s): dór. cj. ἀφράτωρ Epich.85.415Au.
indigno de ser miembro de un clan, apátrida ἀ., ἀθέμιστος, ἀνέστιος, ... ὃς πολέμου ἔραται Il.9.63, prob. parodia cóm. del mismo pasaje ἀφράτωρ ἀθέμιστος Epich.l.c.
German (Pape)
[Seite 415] ορος, ὁ, ohne Zunft (φράτρα), ungesellig, Il. 9, 63.
French (Bailly abrégé)
ορος;
adj. m.
sans lien de parenté, sans relations de famille ou de compagnons.
Étymologie: ἀ, φρήτρη, ion. c. φράτρα.
Russian (Dvoretsky)
ἀφρήτωρ: ορος adj. m не имеющий родни, без роду и племени Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρήτωρ: ὁ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἀφράτωρ, «ὁ φρατρίαν καὶ συγγένειαν μὴ ἔχων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 63.
English (Autenrieth)
(φρήτρη): without clan or clansmen; ἀφρήτωρ, ἀθέμιστος, ἀνέστιος, ‘friendless, lawless, homeless,’ Il. 9.63†.
Greek Monolingual
ἀφρήτωρ, ο (Α)
ο χωρίς συγγενείς.
Greek Monotonic
ἀφρήτωρ: ὁ, Ιων. αντί ἀ-φράτωρ, αυτός που δεν έχει αδελφό (φράτρα), δηλ. αυτός που δεν συνδέεται με συγγενικούς δεσμούς, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[ionic for ἀφράτωρ]
without brotherhood (φράτρα), i. e. bound by no social tie, Il.