κοπιαρός
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
ά, όν, wearying, in Comp. κοπιαρώτερος, Arist.Pr.880b16, Theophrastus Lass.7, 9.
German (Pape)
[Seite 1482] = κοπηρός; Arist. probl. 5, 1; Theophr. u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
κοπιᾰρός: утомительный (οἱ περίπατοι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κοπιᾰρός: -ά, -όν, κοπιαστικός, Ἀριστ. Προβλ. 5. 1, Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 7 καὶ 9.
Greek Monolingual
κοπιαρός, -ά, -όν (Α) κοπιώ κοπιώδης, κοπιαστικός, κουραστικός.