θηρόβοτος

From LSJ
Revision as of 11:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρόβοτος Medium diacritics: θηρόβοτος Low diacritics: θηρόβοτος Capitals: ΘΗΡΟΒΟΤΟΣ
Transliteration A: thēróbotos Transliteration B: thērobotos Transliteration C: thirovotos Beta Code: qhro/botos

English (LSJ)

θηρόβοτον, where wild beasts feed, ἐρημοσύνη AP9.4 (Cyllen.), cf. Phalar.Ep. 34.

German (Pape)

[Seite 1210] von wilden Thieren beweidet, ἐρημοσύνη Cyllen. 1 (IX, 4).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où paissent les bêtes sauvages.
Étymologie: θήρ, βόσκω.

Russian (Dvoretsky)

θηρόβοτος: на котором пасутся дикие животные (ἐρημοσύνη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θηρόβοτος: -ον, ἔνθα τρέφονται ἄγρια ζῷα, ἐρημοσύνη Ἀνθ. Π. 9. 4.

Greek Monolingual

θηρόβοτος, -ον (Α)
1. ο τόπος όπου τρέφονται άγρια ζώα ή που συντελεί στην εμφάνιση θηρίων («θηρόβοτος ἐρημοσύνη», ΑΠ)
2. θηριοσύχναστος άγριος τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγίβοτος, ιππόβοτος].

Greek Monotonic

θηρόβοτος: -ον (βόσκω), εκεί όπου τρέφονται τα άγρια ζώα, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θηρό-βοτος, ον βόσκω
where wild beasts feed, Anth.