δημοβόρος

From LSJ
Revision as of 11:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοβόρος Medium diacritics: δημοβόρος Low diacritics: δημοβόρος Capitals: ΔΗΜΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: dēmobóros Transliteration B: dēmoboros Transliteration C: dimovoros Beta Code: dhmobo/ros

English (LSJ)

δημοβόρον, devourer of the common stock, δ. βασιλεύς Il.1.231; of Caligula, Ph.2.561.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): δημιο- Eust.1105.20
• Morfología: [poét. plu. dat. δημοβόροισι AP 2.358 (Christod.)]
devorador del pueblo e.e. de los bienes del pueblo βασιλεύς de Agamenón Il.1.231, cf. Orac.Sib.11.225, de Calígula, Ph.2.561, cf. AP l.c., Isid.Pel.Ep.M.78.844D, Eust.l.c., 1143.46.

German (Pape)

[Seite 563] das Volk verschlingend, d. h. die Güter des Volkes (βορός, βορά, βιβρώσκω), Apoll. Lex. Homer. p. 58, 11 δημοβόρος· ὁ τὰ τοῦ δήμου κοινὰ κατεσθίων; vgl. θυμοβόρος. Bei Homer δημοβόρος einmal, Iliad. 1, 231 wird Agamemnon von Achilleus δημοβόρος βασιλεύς genannt. Vgl. Iliad. 18, 301 καταδημοβορῆσαι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore le peuple, qui s'engraisse aux dépens du peuple.
Étymologie: δῆμος, βιβρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοβόρος -ον [δῆμος, βιβρώσκω] bezit van het volk verslindend.

Russian (Dvoretsky)

δημοβόρος: пожирающий народное достояние (βασιλεύς Hom.).

English (Autenrieth)

(βιβρώσκω): peopledevouring, epithet of reproach, Il. 1.231†.

Greek Monolingual

δημοβόρος, -ον (Α)
αυτός που κατατρώγει ή σφετερίζεται όσα ανήκουν στον δήμο («δημοβόρε βασιλεῡ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -βορος < βορά.

Greek Monotonic

δημοβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει τα δημόσια, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

δημοβόρος: -ον, ὁ κατατρώγων τὸν λαόν, τὰ δημόσια, δ. βασιλεύς Ἰλ. Α.231· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ Καλιγούλα,Φίλων 2. 561· οὐσιαστ. δημοβορία, ἡ, Ἰω. Γενεσ. σ.76. 3 (ἐκδ. Βόνν.).

Middle Liddell

βιβρώσκω
devourer of the people, Il.