Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στόμφαξ

From LSJ
Revision as of 11:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόμφαξ Medium diacritics: στόμφαξ Low diacritics: στόμφαξ Capitals: ΣΤΟΜΦΑΞ
Transliteration A: stómphax Transliteration B: stomphax Transliteration C: stomfaks Beta Code: sto/mfac

English (LSJ)

-ᾱκος, ὁ, ἡ, ranter, as Aeschylus is called by Pheidippides in Ar.Nu.1367.

German (Pape)

[Seite 948] ακος, ὁ, der das Maul im Sprechen vollnimmt, bes. Wörter braucht, die den Mund füllen, wie Aeschylus bei Ar. Nubb. 1349 heißt. wegen seiner langen Wortzusammensetzungen; der Schol. zu dieser Stelle u. zu Vesp. 721 betrachtet das Wort als zusammengesetzt aus στόμα u. ὄμφαξ, u. erkl. σκληρός, τραχύς, s. aber στόμφος.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
qui parle avec emphase, grandiloquent.
Étymologie: στόμφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στόμφαξ -ακος [στόμφος] vol bombast.

Russian (Dvoretsky)

στόμφαξ: ᾱκος ὁ высокопарный болтун, краснобай Arph.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
αυτός που εκφράζεται με πομπώδη τρόπο, που χρησιμοποιεί ηχηρές λέξεις, κομπορρήμονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του στόμφος με επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σκύλαξ)].

Greek Monotonic

στόμφαξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ (στόμφος), φωνακλάς, καυχησιάρης, κομπορρήμων, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

στόμφαξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, (στόμφος) ὁ ὁμιλῶν μὲ λέξεις πληρούσας τὸ στόμα, κομπαστής, μεγαλορρήμων, μάλιστα δὲ μὲ λέξεις ἐχούσας τὰ στοιχεῖα α καὶ ω (π.χ. στομφάζω)· - ὡς καλεῖται ὁ Αἰσχύλος παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1367, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ· πρβλ. ὄμφαξ ἐν τέλ.

Middle Liddell

στόμφαξ, ᾱκος, στόμφος
a mouther, ranter, Ar.