πρόλεσχος

From LSJ
Revision as of 11:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόλεσχος Medium diacritics: πρόλεσχος Low diacritics: πρόλεσχος Capitals: ΠΡΟΛΕΣΧΟΣ
Transliteration A: próleschos Transliteration B: proleschos Transliteration C: proleschos Beta Code: pro/lesxos

English (LSJ)

πρόλεσχον, forward in talk, eager to begin, A.Supp.200.

German (Pape)

[Seite 732] voreilig od. vorwitzig im Reden, Gegensatz ἐφολκος ἐν λόγῳ, Aesch. Suppl. 197.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
prompt à parler, qui parle avant les autres.
Étymologie: πρό, λέσχη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόλεσχος -ον [πρό, λέσχη] voorbarig sprekend, flapuit.

Russian (Dvoretsky)

πρόλεσχος: слишком бойкий на язык, словоохотливый (μὴ π. μηδ᾽ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) ο έτοιμος για φλυαρία, ο πρόθυμος για κουβέντα («καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ' ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -λεσχος (< λέσχη «λόγος, φλυαρία»), πρβλ. ἔλλεσχος].

Greek (Liddell-Scott)

πρόλεσχος: -ον, ὁ πρόθυμος εἰς ἀδολεσχίαν, πρόθυμος νὰ ἀρχίσῃ ὁμιλίαν, καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ’ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ, «μήτε προτέρα κατάρχου τοῦ λόγου μήτε ἀμειβομένη μακρολόγει» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 200.

English (Woodhouse)

forward, pushing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)