κλινοπετής
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
English (LSJ)
κλινοπετές, bed-ridden, Hp.Morb.1.14, X.HG5.4.58, etc.
German (Pape)
[Seite 1454] ές (aufs Bett fallend), bettlägerig; Xen. Hell. 5, 4, 58; Hippocr. u. Sp., wie D. Hal. 9, 13.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
alité, malade.
Étymologie: κλίνη, πίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλινοπετής -ές [κλίνω, πίπτω] bedlegerig.
Russian (Dvoretsky)
κλῑνοπετής: Xen., Plut. = κλινήρης.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνοπετής: -ές, κατάκοιτος, κλινήρης, Ἱππ. 451. 21, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 58, κτλ. ― Οὐσ. κλινοπέτεια, Νεόφυτ. ἐν Cod. Reg. 1189, fol. 140a.
Greek Monolingual
κλινοπετής, -ές (AM)
κλινήρης, κατάκοιτος («τά πολλά κλινοπετεῖς δι' άρρωστίαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πετής < πίπτω (πρβλ. γονυπετής, ουρανοπετής)].
Greek Monotonic
κλῑνοπετής: -ές (πίπτω), κατάκοιτος, κλινήρης, σε Ξεν.