περιθαλπής
From LSJ
English (LSJ)
περιθαλπές, very hot, ὄχημα ἠελίου AP7.742 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 576] ές, sehr warm; Nic. Ther. 40; ἡλίου ὄχημα, Apollnds. 4 (VII, 742).
Russian (Dvoretsky)
περιθαλπής: чрезвычайно жаркий (Anth. - v.l. πυριθαλπής).
Greek (Liddell-Scott)
περιθαλπής: -ές, σφόδρα θερμός, ἴδε ἐν λ. πυριθαλπής.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
πολύ θερμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -θαλπής (< θάλπος «ζεστασιά») πρβλ. δυσθαλπής].