ἀρχηγενής

From LSJ
Revision as of 11:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχηγενής Medium diacritics: ἀρχηγενής Low diacritics: αρχηγενής Capitals: ΑΡΧΗΓΕΝΗΣ
Transliteration A: archēgenḗs Transliteration B: archēgenēs Transliteration C: archigenis Beta Code: a)rxhgenh/s

English (LSJ)

ἀρχηγενές, originating, causing, κλαυμάτων A.Ag.1628.

Spanish (DGE)

-ές que es el origen de κλαυμάτων A.A.1628.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui est la première cause de, gén..
Étymologie: ἀρχή, γίγνομαι.

German (Pape)

ἀρχηγενῆ κλαυμάτων ἔπη, veranlassend, Aesch. Ag. 1611.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχηγενής: являющийся первопричиной (κλαυμάτων Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχηγενής: ές = ἀρχέγονος, ὁ αἴτιος τῆς πρώτης ἀρχῆς πράγματός τινος, καὶ ταῦτα τἄπη κλαυμάτων ἀρχηγενῆ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1628.

Greek Monolingual

ἀρχηγενής, -ές (Α)
αυτός που κάνει την αρχή σε κάτι ή που κάνει κάτι ν' αρχίσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχη- < άρχω + -γενής < γένος < γίγνομαι. Πρόκειται για άπαξ ειρημένο τ. και είναι το μοναδικό σύνθετο στο α' συνθετικό του οποίου εμφανίζεται το ρ. άρχω με τη μορφή αρχή-].

Greek Monotonic

ἀρχηγενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που δημιουργεί την πρώτη αρχή για κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

γίγνομαι
causing the first beginning of a thing, c. gen., Aesch.