συγχορηγός

From LSJ
Revision as of 11:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχορηγός Medium diacritics: συγχορηγός Low diacritics: συγχορηγός Capitals: ΣΥΓΧΟΡΗΓΟΣ
Transliteration A: synchorēgós Transliteration B: synchorēgos Transliteration C: sygchorigos Beta Code: sugxorhgo/s

English (LSJ)

συγχορηγόν, sharing with a partner in the expense, D.29.28.

German (Pape)

[Seite 971] zugleich, mit Andern die Kosten zur Ausrüstung eines Chors hergebend, mit, zugleich verwendend, übh. Helfershelfer, Dem. 29, 28.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chorège avec un autre ; p. ext. qui participe à certains frais.
Étymologie: σύν, χορηγός.

Russian (Dvoretsky)

συγχορηγός: ὁ досл. участник в расходах (по хорегии), перен. соучастник, пособник Dem.

Greek (Liddell-Scott)

συγχορηγός: -όν, ὁ συγχορηγῶν, συμβοηθῶν χρηματικῶς, Δημ. 853. 1.

Greek Monolingual

-όν, Α χορηγός
αυτός που έχει αναλάβει δημόσια χορηγία μαζί με άλλον.

Greek Monotonic

συγχορηγός: -όν, αυτός που χορηγεί από κοινού· γενικά, αυτός που αναλαμβάνει από κοινού με κάποιον άλλο μέρος των εξόδων, σε Δημ.

Middle Liddell

συγ-χορηγός, όν
a fellow-choragus: generally, sharing with a partner in the expense, Dem.