καινοπήμων
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, new to misery, δμωἴδες ib. 363 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1294] δμωΐδες, Neues, neuerdings duldend, Aesch. Spt. 345.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui éprouve une douleur nouvelle, inconnue.
Étymologie: καινός, πῆμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καινοπήμων -ον [καινός, πῆμα] die nieuw leed ondergaat.
Russian (Dvoretsky)
καινοπήμων: 2, gen. ονος впервые переживающий страдания, испытывающий небывалое горе (δμωϊδες Aesch.).
Greek Monolingual
καινοπήμων, ό, ἡ (Α)
αυτός που έπαθε κάτι νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πήμων (< πῆμα, «δυστυχία, συμφορά»), πρβλ. αδικοπήμων, βαρυπήμων.
Greek Monotonic
καινοπήμων: -ον (πῆμα), καινούριος στα βάσανα, νέος στη δυστυχία, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
καινοπήμων: -ον, ὁ ἄρτι δυστυχήσας, δμωίδες δὲ καινοπήμονες, «αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 363.