ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
Full diacritics: εὔνυμφος | Medium diacritics: εὔνυμφος | Low diacritics: εύνυμφος | Capitals: ΕΥΝΥΜΦΟΣ |
Transliteration A: eúnymphos | Transliteration B: eunymphos | Transliteration C: eynymfos | Beta Code: eu)/numfos |
εὔνυμφον, of a fair bride, λέχος Cat.Cod.Astr.2.175.
εὔνυμφος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε ωραία νύφη ή που έχει ωραία νύφη («εὔνυμφον λέχος» — κρεβάτι ωραίας νύφης ή που έχει ωραία νύφη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νύμφη.