ὀπισθέναρ

From LSJ
Revision as of 12:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθέναρ Medium diacritics: ὀπισθέναρ Low diacritics: οπισθέναρ Capitals: ΟΠΙΣΘΕΝΑΡ
Transliteration A: opisthénar Transliteration B: opisthenar Transliteration C: opisthenar Beta Code: o)pisqe/nar

English (LSJ)

ᾰρος, τό, the back of the hand, Poll.2.143, 144, 9.126.

German (Pape)

[Seite 358] αρος, τό, der Rücken der flachen Hand, Hippocr. u. Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 870.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθέναρ: -ᾰρος, τό, τὸ ὄπισθεν τῆς χειρός, «καὶ τὸ μὲν ἔνδοθεν τῆς χειρὸς σαρκῶδες ἀπὸ τοῦ μεγάλου δακτύλου μέχρι τοῦ λιχανοῦ, θέναρ καλεῖται, τὸ δὲ ἔξωθεν ὀπισθέναρ» Πολυδ. Β΄, 143, 144, Γαλην.

Greek Monolingual

το (Α ὀπισθέναρ, -αρος)
η σαρκώδης προεξοχή που σχηματίζεται στο ωλένιο χείλος της παλάμης από τους μυς του μικρού δακτύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπισθο-θέναρ (< ὄπισθεν + θέναρ «το κοίλο της παλάμης, χούφτα»), με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].