πολύρρυτος
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
English (LSJ)
f.l. for παλίρρυτος, S. El.1420.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cours abondant ou impétueux.
Étymologie: πολύς, ῥέω.
German (Pape)
= πολύρροος; πόρος ἁλμήεις, Aesch. Suppl. 823; αἷμα, Soph. El. 1410.
Russian (Dvoretsky)
πολύρρῠτος:
1 обильно текущий, многоводный (πόρος ἁλμήεις Aesch.);
2 льющийся рекой (αἷμα Soph. - v.l. παλίρρυτος).
Greek (Liddell-Scott)
πολύρρῠτος: -ον, ὁ πολὺ ἢ ἰσχυρῶς ῥέων, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 843· ἐν Σοφ. Ἠλ. 1420, ὁ Bothe διώρθωσε παλίρρυτον.
Greek Monolingual
και πολύρυτος, -ον, Α
(για τη θάλασσα) αυτός που ρέει, που κυλάει με μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. μελίρρυτος].
Greek Monotonic
πολύρρῠτος: -ον, αυτός που ρέει πολύ ή με μεγάλη δύναμη, σε Σοφ.