ἀμφιδιαίνω
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
moisten all round, ἱδρῶτι κόμην AP9.653 (Agath.).
Spanish (DGE)
empapar ἱδρῶτι ... ἀμφεδίηνα κόμην AP 9.653 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 138] ringsum bewässern, Agath. 50 (IX, 653).
French (Bailly abrégé)
mouiller tout autour.
Étymologie: ἀμφί, διαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιδιαίνω: смачивать кругом или смачивать сильно (κόμην ἱδρῶτι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιδιαίνω: ὑγραίνω πανταχόθεν, περιβρέχω, ἵδρωτι κόμην Ἀνθ. Π. 9. 653.
Greek Monolingual
ἀμφιδιαίνω (Μ)
περιβρέχω, μουσκεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + διαίνω «βρέχω, μουσκεύω»].
Greek Monotonic
ἀμφιδιαίνω: περιβρέχω, καταβρέχω, σε Ανθ.