ἀντεκπλέω
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
sail out against, τινί Th.4.13: abs., Plu.Lys.10.
Spanish (DGE)
hacerse a la mar contra σφίσιν Th.4.13
•abs., Plu.Lys.10.
German (Pape)
[Seite 245] (s. πλέω), gegen Einen mit der Flotte auslaufen, Thuc. 4, 13 u. Sp., wie Plut. Lys. 10.
French (Bailly abrégé)
mettre à la voile à la rencontre de, τινι.
Étymologie: ἀντί, ἐκπλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεκπλέω: воен. выплывать против (кого-л.) (τινι Thuc.; ἑξακοσίαις ναυσίν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεκπλέω: ἐκπλέω ἐναντίον τινὸς πλέοντος κατ’ ἐμοῦ, ἢν μὲν ἀντεκπλεῖν ἐθέλωσι σφῖσιν Θουκ. 4. 13· ἀπολ., Πλουτ. Λυσ. 10.
Greek Monolingual
ἀντεκπλέω (Α)
εκπλέω εναντίον κάποιου που πλέει εναντίον μου.
Greek Monotonic
ἀντεκπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, εκπλέω εναντίον κάποιου, τινί, σε Θουκ.