τυροφάγος

From LSJ
Revision as of 12:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡροφάγος Medium diacritics: τυροφάγος Low diacritics: τυροφάγος Capitals: ΤΥΡΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: tyrophágos Transliteration B: tyrophagos Transliteration C: tyrofagos Beta Code: turofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, cheese-eater, name of a mouse in Batr.223.

German (Pape)

[Seite 1165] ὁ, Käsefresser, Mäusename, Batrach. 226.

Greek Monolingual

-α, -ο / τυροφάγος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
νεοελλ.-μσν.
(το θηλ. ως κύριο όν.) η Τυροφάγος
(ενν. εβδομάδα) η εβδομάδα μετά την Κυριακή της Αποκριάς κατά την οποία δεν επιτρέπεται στους χριστιανούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας να τρων κρέας, αλλά επιτρέπεται να τρων τυρί, γάλα, βούτυρο, αβγά και ψάρια, αλλ. Εβδομάδα Τυροφάγου ή Εβδομάδα Τυρινής
2. φρ. «η Κυριακή της Τυροφάγου» — η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, η αμέσως πριν από την Καθαρή Δευτέρα Κυριακή
νεοελλ.
αυτός που τρώει πολύ ή μόνον τυρί
αρχ.
(ως χαρακτηρισμός ποντικού) αυτός που τρώει τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -φάγος].