ἐθελόπορνος
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
ἐθελόπορνον, voluntary catamite, Anacr.21.7.
Spanish (DGE)
-ον
prostituido por vicio subst. κἀθελοπόρνοισιν ὁμιλέων Anacr.82.5.
German (Pape)
[Seite 718] der Hurerei aus eigener Neigung ergeben, Anacr. bei Ath. XII, 533 f.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελόπορνος: склонный к разврату Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελόπορνος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἑκουσίως εἰς πορνείαν δεδομένη, ἀρτοπώλῃσιν κἠθελοπόρνοισιν ὁμιλέων ὁ πονηρὸς Ἀρτέμων Ἀνακρ. παρ’ Ἀθην. 533F.
Greek Monolingual
ἐθελόπορνος, -ον (Α)
ἡ ἐθελόπορνος
αυτή που παραδίνεται με τη θέληση της στην πορνεία.