ἀρχίκλωψ
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ωπος, ὁ, robber-chief, Plu.Arat. 6.
Spanish (DGE)
-οπος, ὁ capitán de ladrones Plu.Arat.6.
German (Pape)
[Seite 366] ωπος, ὁ, Diebsanführer, Plut. Arat. 6.
French (Bailly abrégé)
ωπος (ὁ) :
chef de voleurs.
Étymologie: ἄρχω, κλώψ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχίκλωψ: ωπος ὁ вожак воровской шайки Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχίκλωψ: -ωπος, ὁ, ἀρχηγὸς κλεπτῶν, ἢ πρωτοκλέπτης, Πλουτ. Ἄρατ. 6.
Greek Monolingual
ἀρχίκλωψ (-ωπος), ο (Α)
ο αρχηγός κλεφτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + κλωψ «κλέφτης»].