κινδυνώδης

From LSJ
Revision as of 05:03, 27 August 2023 by Spiros (talk | contribs)

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κινδυνώδης Medium diacritics: κινδυνώδης Low diacritics: κινδυνώδης Capitals: ΚΙΝΔΥΝΩΔΗΣ
Transliteration A: kindynṓdēs Transliteration B: kindynōdēs Transliteration C: kindynodis Beta Code: kindunw/dhs

English (LSJ)

κινδυνῶδες, dangerous, Hp.Prog.14, Art.65 (Comp.); κ. καταφοραί Plb.8.20.3; τὸ κινδυνῶδες, τὰ κινδυνώδη, J.AJ15.4.2, 14.8.2 (Sup.); κ. λόγοι Max. Tyr.24.5. Adv. κινδυνωδῶς = dangerously D.H.7.6, Gal.8.762.

German (Pape)

[Seite 1440] ες, gefährlich, gefahrvoll; καὶ ἐπισφαλής Pol. 8, 22, 3; πόλεμος Plut. Caes. 25 u. sonst öfter bei Sp. – Auch adv., τὸ πέλαγος ἐπιπόνως καὶ κινδυνωδῶς διανύσας D. H. 7, 6.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
dangereux, hasardeux.
Étymologie: κίνδυνος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινδυνώδης -ες [κίνδυνος] comp. - έστερος, gevaarlijk, riskant.

Russian (Dvoretsky)

κινδῡνώδης: полный опасностей, опасный (κ. καὶ ἐπισφαλής Polyb.; πόλεμος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κινδῡνώδης: -ες, (εἶδος) ἐπικίνδυνος, πλήρης κινδύνων, Ἱππ. Προγν. 41, π. Ἄρθρ. 829, Πολύβ. 8. 22, 3. ― Ἐπίρ. -δῶς, Διον. Ἁλ. 7. 6.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ κινδυνώδης, -ῶδες) κίνδυνος
αυτός που παρουσιάζει κινδύνους, ο επικίνδυνος («τῆς καταβάσεως... ἐπισφαλεῖς ἐχούσης καὶ κινδυνώδεις καταφοράς», Πολ.).
επίρρ...
κινδυνωδώς (Α κινδυνωδῶς)
με κινδυνώδη τρόπο, επικίνδυνα («τὸ πέλαγος... κινδυνωδῶς διανύσας», Δίον. Αλ.).