ἐξιλάσκομαι
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
fut. -άσομαι [ᾰ],
A propitiate, Δία Orac. ap. Hdt.7.141; Ἀπόλλωνα X.Cyr.7.2.19; τὴν θεόν Men.544.6, cf. J.AJ12.2.14; τὴν ὀργήν τινος Plb.1.68.4; τὸ μήνιμα Plu.2.149d.
2 atone for, ἁμαρτίαν IG22.1365,1366:—Pass., τὸ ἀποίνοις ἐξιλασθέν that which is atoned for by... Pl.Lg.862c.
3 abs., make atonement, περὶ τῶν ψυχῶν, περὶ τῆς ἁμαρτίας, LXX Ex.30.15,32.30; ὑπὲρ τοῦ οἴκου Ἰσραήλ ib.Ez.45.17. [ῐ in Orac. ap. Hdt. l.c.]
German (Pape)
[Seite 882] (s. ἱλάσκω), mit sich aussöhnen, versöhnen, θεόν Orac. bei Her. 7, 141, wie Xen. Cyr. 7, 2, 19 u. Sp., Pol. 1, 68, 4. 3, 112, 9; τὸ μήνιμα τῆς θεοῦ Plut.; τὸ ἀποίνοις ἐξιλασθέν Plat. Legg. IX, 862 c.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξιλάσομαι;
se rendre propice : τινα qqn ; apaiser par des sacrifices ou par une expiation, acc..
Étymologie: ἐξ, ἱλάσκομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξῑλάσκομαι: (fut. ἐξιλάσομαι)
1 умилостивлять (τὸν θεόν Her., Xen., Men., Polyb., Plut.);
2 успокаивать, унимать, смягчать (τὴν ὀργήν Polyb. и τὸ μήνιμά τινος Plut.);
3 искупать, заглаживать: τὸ ἀποίνοις ἐξιλασθέν Plat. искупленное возмездием преступление.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῑλάσκομαι: μέλλ. -άσομαι ᾰ, Ἐπικ. -άσσομαι, Ἀποθ., ἐξιλεῶ, οὐ δύναται Παλλὰς Δί’ Ὀλύμπιον ἐξιλάσασθαι Χρησμὸς παρ’ Ἡροδ. 7. 141· Ἀπόλλωνα Ξεν. Κύρ. 7. 2, 19· τὴν θεὸν ἐξιλάσαντο Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4· τὴν ὀργήν τινος Πολύβ. 1. 68. 4· τὸ μήνιμα Πλούτ. 2. 149D. - Παθ., τὸ ἀποίνοις ἐξιλασθέν, τὸ ἐξιλεωθὲν δι’ ἀποίνων, Πλάτ. Νόμ. 862C. 2) ἀπολύτως, ποιῶ ἐξιλασμούς, περί τινος Ἑβδ. (Ἔξ. Λ΄, 15, κ. ἀλλ.). ἐν τῷ ἀνωτ. μνημονευθέντι χρησμῷ παρ’ Ἡροδ. τὸ ι βραχὺ.
Greek Monolingual
ἐξιλάσκομαι (AM) ιλάσκομαι
εξευμενίζω («ἐξιλάσασθαι τὴν ὀργὴν αὐτῶν», Πολ.)
μσν.
παρεμβαίνω για να παρασχεθεί εξιλασμός
αρχ.
1. εξαγοράζω κάποιο σφάλμα («ἐξιλάσκων ἁμαρτίας»)
2. κάνω εξιλαστήριες προσφορές («ἵνα ἐξιλάσωμαι περὶ τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν», ΠΔ).
Greek Monotonic
ἐξῑλάσκομαι: μέλ. -άσομαι [ᾰ], Επικ. -άσσομαι, αποθ., εξιλεώνω, εξευμενίζω, με Χρησμ. παρά Ηρόδ., Ξεν.
Middle Liddell
fut. άσομαι epic άσσομαι
Dep. to propitiate, Orac. ap. Hdt., Xen.