ἀμφισβασίη
English (LSJ)
ἡ, Ion. for ἀμφισβήτησις (discussion, controversy, dispute), ἐς ἀμφισβασίας ἀπικνέεσθαί τινι come to controversy with one, Hdt.4.14; ἐγένετο λόγων ἀ. Id.8.81, cf. Inscr.Prien.37.129.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
discusión, controversia ἐς ἀμφιβασίας τοῖσι ... ἀπικνέεσθαι Hdt.4.14, ἐγίνετο λόγων ἀ. Hdt.8.81, cf. IPr.37.116, 129.
German (Pape)
[Seite 143] ἡ, Streit, Her. τῶν δὲ λόγων ἀμφ. γίγνεται, es entsteht ein Streit unter ihnen, 8, 81; εἰς ἀμφισβασίας ἀμφικνεῖσθαί τινι, widersprechen, 4, 14, wo eine Handschrift ἀμφισβάσιας, wie von ἀμφίσβασις, hat.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. ἀμφισβήτησις.
Étymologie: ἀμφίς, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφισβᾰσίη: ἡ Her. = ἀμφισβήτησις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφισβᾰσίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ ἀμφισβήτησις, ἐς ἀμφισβασίας ἀπικέσθαι τινί, ἔρχεσθαι εἰς ἀμφισβητήσεις πρός τινα, Ἡρόδ. 4. 14· τῶν δὲ αὖτις ἐγίνετο λόγων ἀμφ. ὁ αὐτ. 8. 81· οὕτος ἐν Ἐπιγραφ. Πριήν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2905Β. 6.
Greek Monolingual
ἀμφισβασίη, η (Α) ἀμφίσβατος < ἀμφὶς + βαίνω]
ιωνικός τύπος αντί του «ἀμφισβήτησις».
Greek Monotonic
ἀμφισβᾰσίη: ἡ, Ιων. αντί ἀμφισβήτησις, σε Ηρόδ.