ἀποδάσμιος
English (LSJ)
ἀποδάσμιον, parted off, Φωκέες ἀ. parted from the rest, Hdt. 1.146; ἀ. αἶσα a share apportioned, Opp.H.5.444.
Spanish (DGE)
-ον
1 separado del resto de la metrópoli Φωκέες Hdt.1.146, γένος ... ἐκ τοῦ Εὐρωπαίου ἀποδάσμιον D.C.Epit.9.20.14, cf. Hsch.
2 proporcionado αἶσα Opp.H.5.444.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
détaché d'un tout.
Étymologie: ἀποδασμός.
German (Pape)
abgeteilt, abgesondert, Her. 1.146; θήρης ἀποδάσμιος αἶσα Opp. H. 5.444.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδάσμιος: отделившийся, оторвавшийся (от своих) (Φωκέες Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδάσμιος: -ον, ἀποκεχωρισμένος, Φωκέες ἀπ., ἀποκεχωρισμένοι ἀπὸ τῶν λοιπῶν, Ἡρόδ. 1. 146· - «ἀποδάσμιοι· ἀποδεδασμένοι» Ἡσύχ.: - ἀπ. αἶσα, μερίδιον ἀποχωρισθὲν διά τινα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 444· πρβλ. ἀποδατέομαι ΙΙ.
Greek Monolingual
ἀποδάσμιος, -ον (Α) αποδατούμαι
αποχωρισμένος, χωριστός.
Greek Monotonic
ἀποδάσμιος: -ον, αυτός που έχει αποχωριστεί από τους υπολοίπους, σε Ηρόδ.