ἐχινέες

From LSJ
Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχῑνέες Medium diacritics: ἐχινέες Low diacritics: εχινέες Capitals: ΕΧΙΝΕΕΣ
Transliteration A: echinées Transliteration B: echinees Transliteration C: echinees Beta Code: e)xine/es

English (LSJ)

οἱ, kind of mouse with rough bristling hair, in Libya, Hdt. 4.192 (v.l. ἐχῖνες): acc. pl. ἐχῖνας Arist.Mir.832b3.

German (Pape)

[Seite 1126] αἱ, eine Art libyscher Mäuse mit stachlichten Haaren, Her. 4, 192, v.l. ἐχῖνες.

French (Bailly abrégé)

έων (αἱ) :
sorte de rats à poil hérissé, de Libye, animal.
Étymologie: ἐχῖνος.

Russian (Dvoretsky)

ἐχῑνέες: έων οἱ эхины (ливийская разновидность грызунов с колючей шерстью) Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχῑνέες: ἢ ἐχῖνες, οἱ, εἶδος μυὸς ἔχοντος τραχείας καὶ ἀκανθώδεις τρίχας, ζῶντος δὲ ἐν Λιβύῃ, Ἡρόδ. 4. 192, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμ. 28.

Greek Monolingual

ἐχινέες, οἱ (Α) εχίνος
(η αιτ. ἐχῑνας στον Αριστοτ.) είδος ποντικών με σκληρές και ακανθώδεις τρίχες που ζουν στη Λιβύη.

Greek Monotonic

ἐχῑνέες: ή ἐχῖνες, οἱ, είδος ποντικιού με αγκαθωτές τρίχες, που ζει στη Λιβύη, σε Ηρόδ.

Middle Liddell


a kind of mouse with bristly hair, in Libya, Hdt.