κακόβιος

From LSJ
Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόβῐος Medium diacritics: κακόβιος Low diacritics: κακόβιος Capitals: ΚΑΚΟΒΙΟΣ
Transliteration A: kakóbios Transliteration B: kakobios Transliteration C: kakovios Beta Code: kako/bios

English (LSJ)

κακόβιον, living poorly, living a hard life, Hdt.4.95, X.Cyr.7.5.67 (Sup.), Arist.HA616b31, Str.17.2.1.

German (Pape)

[Seite 1299] schlecht, kümmerlich lebend, Her. 4, 95; im superl., Xen. Cyr. 7, 5, 67; Folgde.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une vie rude ou besogneuse;
Sp. κακοβιώτατος.
Étymologie: κακός, βίος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόβιος -ον [κακός, βίος] in ellende levend.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόβιος: ведущий тяжелую жизнь, влачащий жалкое существование (Θρήϊκες Her.; Πέρσαι Xen.; αἱ ἀκανθίδες Arst.; ἄνθρωπος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόβιος: -ον, ζῶν πενιχρῶς, διάγων βίον πλήρη στερήσεων, Ἡρόδ. 4. 95, Ξεν. Κύρ. 7. 5. 67, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, Στράβ. 821.

Greek Monolingual

κακόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει ζωή γεμάτη στερήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισόβιος, μεσόβιος].

Greek Monotonic

κᾰκόβιος: -ον, αυτός που ζει με στερήσεις ή φτωχικά, σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

κᾰκό-βιος, ον
living ill or poorly, Hdt., Xen.