προβοσκός

From LSJ
Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβοσκός Medium diacritics: προβοσκός Low diacritics: προβοσκός Capitals: ΠΡΟΒΟΣΚΟΣ
Transliteration A: proboskós Transliteration B: proboskos Transliteration C: provoskos Beta Code: probosko/s

English (LSJ)

ὁ, assistant herdsman, Hdt.1.113 (v.l. προβόσκων).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
berger en sous-ordre, propr. qui mène paître.
Étymologie: πρό, βοσκός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβοσκός -οῦ, ὁ [πρό, βοσκός] herdersknecht.

Russian (Dvoretsky)

προβοσκός: или πρόβοσκος, v.l. προβόσκων ὁ помощник пастуха, подпасок Her.

Greek (Liddell-Scott)

προβοσκός: ὁ, βοηθὸς βοσκοῦ, τῶν τινα προβοσκῶν Ἡρόδ. 1. 113 (τὰ Ἀντίγραφα προβόσκων).

Greek Monolingual

ό, Α
αυτός που βόσκει αντί άλλου το ποίμνιο, βοηθός βοσκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -βοσκός (< βόσκω)].

Greek Monotonic

προβοσκός: ὁ, βοηθός βοσκού, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

προ-βοσκός, οῦ, ὁ,
an assistant herdsman, Hdt.