ἐνιππεύω
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
English (LSJ)
ride in, χωρίον ἐπιτήδεον ἐνιππεῦσαι Hdt.6.102.
Spanish (DGE)
cabalgar ἐπιτηδεότατον χωρίον ... ἐνιππεῦσαι Hdt.6.102.
German (Pape)
[Seite 845] darin reiten; ἐπιτηδεώτατον χωρίον ἐνιππεῦσαι Her. 6, 102.
French (Bailly abrégé)
aller à cheval dans.
Étymologie: ἐν, ἱππεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνιππεύω: (где-л.) проезжать на лошадях; ἐπιτηδεώτατον χωρίον ἐνιππεῦσαι Her. чрезвычайно удобная для конницы равнина.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιππεύω: ἱππεύω ἔν τινι τόπῳ, καὶ ἦν γὰρ ὁ Μαραθὼν ἐπιτηδεώτατον χωρίον ἐνιππεῦσαι Ἡροδ. 6. 102.
Greek Monolingual
ἐνιππεύω (Α) ιππεύω
ιππεύω σ' έναν τόπο, κάνω ιππασία κάπου, χρησιμοποιώ ιππικό («ἐπιτηδεότατον χωρίον ἐνιππεῦσαι», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
ἐνιππεύω: μέλ. -σω, ππεύω σε, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. σω
to ride in, Hdt.