παιδουργία
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ἡ,
A = παιδοποιία, Pl.Lg.775c.
II = γυνὴ παιδοποιός (abstract for concrete), a mother, S.OT1248.
German (Pape)
[Seite 442] ἡ, Kinderzeugung; Soph. O. R. 1248 Plat. Legg. VI, 775 c u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. παιδοποιΐα.
Étymologie: παῖς, ἔργον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδουργία -ας, ἡ [παιδουργός] het voortbrengen van kinderen; concr.. δύστεκνον παιδουργίαν een broedplaats van ongelukskinderen (van Iocaste) Soph. OT 1248.
Russian (Dvoretsky)
παιδουργία: ἡ Soph., Plat. = παιδοποιΐα.
Greek Monolingual
παιδουργία, ἡ (Α) παιδουργός
1. η γέννηση παιδιών, η τεκνοποιία
2. η μητέρα, η γυναίκα που γέννησε παιδιά.
Greek Monotonic
παιδουργία: ἡ,
I. = παιδοποιία, σε Πλάτ.
II. σε Σοφ. γυνὴ παιδοποιός, μητέρα.
Greek (Liddell-Scott)
παιδουργία: παιδοποιία, Πλάτ. Νόμ. 775C. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1248,= γυνὴ παιδοποιὸς (τὸ ἀφῃρημένον ἀντὶ συγκεκριμένου), μήτηρ.
Middle Liddell
I. = παιδοποιία, Plat.
II. in Soph. = γυνὴ παιδοποιός, a mother. [from παιδουργός