παιδουργία

From LSJ
Revision as of 11:07, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδουργία Medium diacritics: παιδουργία Low diacritics: παιδουργία Capitals: ΠΑΙΔΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: paidourgía Transliteration B: paidourgia Transliteration C: paidourgia Beta Code: paidourgi/a

English (LSJ)

ἡ,
A = παιδοποιία, Pl.Lg.775c.
II = γυνὴ παιδοποιός (abstract for concrete), a mother, S.OT1248.

German (Pape)

[Seite 442] ἡ, Kinderzeugung; Soph. O. R. 1248 Plat. Legg. VI, 775 c u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. παιδοποιΐα.
Étymologie: παῖς, ἔργον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδουργία -ας, ἡ [παιδουργός] het voortbrengen van kinderen; concr.. δύστεκνον παιδουργίαν een broedplaats van ongelukskinderen (van Iocaste) Soph. OT 1248.

Russian (Dvoretsky)

παιδουργία: ἡ Soph., Plat. = παιδοποιΐα.

Greek Monolingual

παιδουργία, ἡ (Α) παιδουργός
1. η γέννηση παιδιών, η τεκνοποιία
2. η μητέρα, η γυναίκα που γέννησε παιδιά.

Greek Monotonic

παιδουργία: ἡ,
I. = παιδοποιία, σε Πλάτ.
II. σε Σοφ. γυνὴ παιδοποιός, μητέρα.

Greek (Liddell-Scott)

παιδουργία: παιδοποιία, Πλάτ. Νόμ. 775C. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1248,= γυνὴ παιδοποιὸς (τὸ ἀφῃρημένον ἀντὶ συγκεκριμένου), μήτηρ.

Middle Liddell


I. = παιδοποιία, Plat.
II. in Soph. = γυνὴ παιδοποιός, a mother. [from παιδουργός